- ξενυχτίζω
- ξενύχτισα, και ξενυχτώ ξενύχτησα, ξενυχτισμένος1. αμτβ., περνώ τη νύχτα άγρυπνος, διανυχτερεύω: Ξενυχτούσε για να διαβάζει.2. μτβ., κάνω κάποιον να μείνει άγρυπνος όλη τη νύχτα: Με ξενύχτησαν με τα τραγούδια τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.